αλαφροζυγιάζω

αλαφροζυγιάζω
μετ. обвешивать, обмеривать;

αλαφροζυγιάζομαι — парить (о птице)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αλαφροζυγιάζω" в других словарях:

  • αλαφροζυγιάζω — και αλαφροζυγίζω 1. (για ζυγαριά, πλάστιγγα κ.λπ.) ζυγίζω ελαφρά, δείχνω βάρος κατώτερο από το πραγματικό 2. έχω ελαφρό βάρος, δεν είμαι βαρύς 3. είμαι ανόητος, αλαφρόμυαλος 4. μέσ. (για πτηνά) πετώ ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ζυγιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αλαφροζυγιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος 1. ζυγίζω απ τη μεριά του κανταριού που σημειώνονται αραιότερα τα κιλά: Το κατσίκι το αλαφροζύγιασε, γιατί ήταν μικρό. 2. ζυγίζω ξίκικα: Το χε συνήθιο να αλαφροζυγιάζει. 3. (για πουλιά, στην παθ. φωνή), μετεωρίζομαι: Το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»